- καψάλισμα
- το, -ατοςη επιπόλαιη καύση της επιφάνειας κάποιου αντικειμένου, τσουρούφλισμα: Η ρέγκα θέλει καψάλισμα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
καψάλισμα — το [καψαλίζω] 1. το ελαφρό κάψιμο τής επιφάνειας ενός αντικειμένου, το τσουρούφλισμα («καψάλισμα ψωμιού») 2. (υφαντ.) μέθοδος επεξεργασίας υφασμάτων κατά την οποία αυτά περνούν πάνω από φλόγα αερίου με σκοπό το κάψιμο τών ινών που εξέχουν στην… … Dictionary of Greek
επίκαυση — η (Α ἐπίκαυσις) [επικαίω] το επιφανειακό κάψιμο, η επιπόλαιη καύση τής επιφάνειας ενός πράγματος, καψάλισμα, τσουρούφλισμα νεοελλ. 1. ναυτ. το επιπόλαιο κάψιμο τής γάστρας τού πλοίου, δηλ. τών ξύλινων μερών που βρίσκονται κάτω από την ίσαλη… … Dictionary of Greek
επίφλεξις — ἐπίφλεξις, ἡ (Α) η καύση με φλόγα, το καψάλισμα … Dictionary of Greek
καψαλισιά — η [καψαλίζω] καψάλισμα* … Dictionary of Greek
παλάμισμα — (I) το 1. η θέση τής παλάμης πάνω σε κάτι 2. χτύπημα με την παλάμη. [ΕΤΥΜΟΛ. < παλαμίζω (Ι). Η λ. μαρτυρείται από το 1852 στον Θ. Φαρμακίδη]. (II) το [παλαμίζω (II)] ναυτ. καθάρισμα τών υφάλων τού πλοίου από παλαιά χρώματα, από φύκη και… … Dictionary of Greek
στάθευσις — και δ. γρφ. στάτευσις, εύσεως, ἡ, Α [σταθεύω] κάψιμο, καψάλισμα … Dictionary of Greek
φρύξη — η / φρῡξις, ύξεως, ΝΑ [φρύγω] φρυγμός, ψήσιμο, καβούρντισμα νεοελλ. (μεταλργ. χημ.) μεταλλουργική διεργασία που συνίσταται στη θέρμανση μιας ανόργανης χημικής ένωσης μετάλλου ή ενός μεταλλεύματος, με παρουσία ατμοσφαιρικού αέρα, και η οποία… … Dictionary of Greek
τσουρούφλισμα — το, ατος καψάλισμα (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)